τανταλικός

τανταλικός
(I)
-ή, -ό / τανταλικός, -ή, -όν, ΝΑ [Τάνταλος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάνταλο, ταντάλειος («Τανταλικῇ κολάσει», Μαν.).
————————
(II)
-ή, -ό, Ν
χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χημικό στοιχείο ταντάλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταντάλιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τανταλικῇ — τανταλικός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”